τριώροφος

τριώροφος
τρῐ-ώροφος, ον, ([etym.] ὄροφος)
A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16;

οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20

;

οἰκήματα Ph.2.143

;

πύργοι J.AJ13.8.2

.
II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. [suff] τρῐ-ώρῠγος, ον, ([etym.] ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριώροφος — of three stories masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώροφος — η, ο / τριώροφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο σπίτι με τρία πατώματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τριώροφος — η, ο που έχει τρεις ορόφους, τρίπατος: Τριώροφο σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριώροφον — τριώροφος of three stories masc/fem acc sg τριώροφος of three stories neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριορόφων — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωρόφοις — τριώροφος of three stories masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωρόφου — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωρόφους — τριώροφος of three stories masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωρόφων — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριωρόφῳ — τριώροφος of three stories masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόροφα — τριώροφος of three stories neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”